- δυσθανής
- δυσ-θᾰνής, ές,A unhappy in death, AP9.81 (Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσθανής — δυσθανής, ές (Α) αυτός που πέθανε με κακό ή επώδυνο θάνατο … Dictionary of Greek
δυσθανής — unhappy in death masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθανέα — δυσθανής unhappy in death neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυσθανής unhappy in death masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθανές — δυσθανής unhappy in death masc/fem voc sg δυσθανής unhappy in death neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθανῶν — δυσθανής unhappy in death masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
δυσθανέι — δυσθανέϊ , δυσθανής unhappy in death dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)